παραγενεσία

παραγενεσία
και παραγένεση, η
βιολ. διασταύρωση μεταξύ ατόμων από διαφορετικά είδη, τής οποίας οι απόγονοι είναι στείροι μεταξύ τους, γόνιμοι όμως όταν διασταυρωθούν με ένα από τα γονικά είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γένεση + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραγένεση — η 1. γεωλ. η σειρά με την οποία σχηματίζονται τα ορυκτά σε ένα μεταλλοφόρο κοίτασμα 2. βιολ. η παραγενεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. Μineral paragenese] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”